- ἀργυρογνωμονικός
- ἀργυρογνωμονικόςskilled in assaying silvermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργυρογνωμονικός — ἀργυρογνωμονικός, ή, όν (Α) [αργυρογνώμων] έμπειρος, ικανός στο να δοκιμάζει, να εξετάζει τον άργυρο … Dictionary of Greek